Εφημερία...
Κυριακή μεσημέρι, ο Ευαγγελισμός εφημερεύει και στο προαύλιο γίνεται ένα πανδαιμόνιο.
Ο φύλακας με αφήνει να βάλω το αυτοκίνητο μέσα για να κατεβάσω τον πατέρα μου στα επείγοντα, με την προϋπόθεση να το βγάλω αμέσως έξω για να μην εμποδίζω τα ασθενοφόρα που συρρέουν διαρκώς, με αποτέλεσμα το μποτιλιάρισμα στην είσοδο του νοσοκομείου να είναι τρομακτικό.
Στην COVID εποχή, σε ένα COVID νοσοκομείο, βλέπω ανθρώπους με μάσκες παντού να τρέχουν. Κανείς δεν χαλαρώνει στιγμή.
Στο καρδιολογικό των επειγόντων με αφήνουν να συνοδεύσω των ασθενή και μπαίνω μέσα σε ένα πεδίο μάχης…
Ο γιατρός παίρνει το ιστορικό, γράφοντας στο χαρτί που το ακουμπάει στον τοίχο, γιατί στο γραφείο δεν υπάρχει χώρος. Την ώρα που παίρνει το ιστορικό, μας ζητάει συγγνώμη που είμαστε κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον, αλλά όπως εξηγεί: «Μας μετέφεραν εδώ από τον κανονικό μας χώρο για να τον κάνουν μονάδα COVID. Δείξτε λίγη κατανόηση» μας παρακαλεί, παρ’ όλο που δεν παραπονεθήκαμε.
Ξαφνικά γίνεται ένας μικρός χαμός, μας παρατάει σύξυλους και πηγαίνει μαζί με τους υπόλοιπους πάνω από έναν μεσήλικα, με μηχανήματα να βγάζουν ανατριχιαστικούς ήχους. Μαλάξεις, απινιδωτής, σκηνές που βλέπουμε σε σειρές στην τηλεόραση κι εμείς αποσβολωμένοι θεατές στο κέντρο ενός επεισοδίου του Greys Anatomy… Ένας μακρόσυρτος ήχος που τον έχουμε ακούσει όλοι σε ταινίες σπάει την σιωπή που ακολουθεί… «Ώρα θανάτου 15.43. Σκεπάστε τον και πείτε στην κόρη του να έρθει μέσα…»
Εμείς εκεί, δυο βήματα πιο πέρα, παγωμένοι. Ο γιατρός δίνει οδηγίες, να φέρουν μια σακούλα για να βάλουν τη σορό κι επιστρέφει σε εμάς μούσκεμα στον ιδρώτα, με μια θλίψη στο βλέμμα, αλλά αποφασισμένος να συνεχίσει με τους υπόλοιπους που χρειάζονται την βοήθεια του.
Με κοιτάζει και βλέπει την σαστιμάρα στο βλέμμα μου.
«Είναι ο έβδομος σήμερα…» μου λέει και μου φάνηκε πως η φωνή του έσπασε λίγο. Ίσως και να ήταν ιδέα μου όμως…
«Κάνατε ό,τι μπορούσατε» ψελλίζω, χωρίς καν να ξέρω αν ισχύει αυτό που είπα.
Με κοιτάζει και κουνάει το κεφάλι κουρασμένα.
«Χάσατε επτά. Πόσους σώσατε από το πρωί όμως;» επανέρχομαι πιο αποφασισμένος.
Κούνησε ξανά το κεφάλι και μου είπε μόνο «Ευχαριστώ…»
Συνεχίζει να παίρνει το ιστορικό, ζητάει εξετάσεις, παίρνει ο ίδιος αίμα από τον πατέρα μου γιατί οι νοσηλεύτριες είναι όλες απασχολημένες, όλα γίνονται με απίστευτη ταχύτητα, μηχανικά, αλλά σταθερά.
Οι άνθρωποι της μονάδας κινούνται με απίστευτη ψυχραιμία. Μου έκανε εντύπωση η στάση τους. Αφιέρωσαν ένα λεπτό σεβασμού στον άνθρωπο που μόλις «έφυγε» όμως ο χρόνος δεν περίσσευε. Άλλοι 7 περίμεναν βοήθεια σε έναν χώρο που θα ήταν δεν θα ήταν 25 τετραγωνικά μέτρα.
Εξετάσεις, ακτινογραφία, διάγνωση και εισαγωγή.
Περιμένουμε κάποιον νοσηλευτή να μας πάει στην κλινική.
Μετά από 20 λεπτά, με πλησιάζει ο γιατρός και μου λέει:
«Να σου πω, μη με παρεξηγήσεις. Για να μην ταλαιπωρείται ο παππούς, θέλεις να σου πώ που είναι η κλινική να τον πας εσύ με το καροτσάκι; Αν δεν σε πειράζει βέβαια. Βλέπεις τι γίνεται…»
«Ναι, φυσικά» του απαντάω. Τι να πώ; Όντως, έβλεπα τι γίνεται…
Αφού τακτοποίησα τα διαδικαστικά και πιάσαμε κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο, μου ζήτησαν να φύγω και να επιστρέψω την επόμενη ημέρα, αφού πρώτα θα είχα κάνει test COVID. Κατεβαίνοντας στο προαύλιο, είδα νοσηλευτικό προσωπικό με ολόσωμες φόρμες προστασίας, να βγάζουν από δύο ασθενοφόρα ισάριθμα φορεία με σορούς. Περνώντας έξω από τα επείγοντα, είδα μια νεαρή κοπέλα να κλαίει με αναφιλητά. Ίσως να ήταν η κόρη του άτυχου ανθρώπου που πέθανε δυο βήματα μακριά μας… Ποιός ξέρει...
Αποφάσισα να πώ αυτή την ιστορία, που περιέχει και προσωπικά δεδομένα, γιατί όλοι κατά καιρούς έχουμε εκφράσει την αγανάκτηση μας για το δημόσιο σύστημα υγείας. Ένα σύστημα που λειτουργούσε με ελλείψεις τον καλό καιρό, πόσο μάλλον τώρα που έχει επιβαρυνθεί κι από την ανάγκη διαχείρισης μιας θανατηφόρας πανδημίας.
Ένα δημόσιο σύστημα υγείας που εδώ και χρόνια παραπαίει, όμως είναι ακόμα όρθιο. Κι είναι ακόμα όρθιο, επειδή σε πείσμα των καιρών και των συνθηκών, υπάρχουν και θα υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι που θα σώζουν ζωές σε 25 τετραγωνικά.
Με ελλείψεις σε προσωπικό και υλικά, άυπνοι γιατί κάποιος ηλίθιος κάποτε σκέφτηκε ότι είναι καλή ιδέα να έχει γιατρούς που παίρνουν αποφάσεις για την ζωή των ανθρώπων, να είναι σε εφημερία 24 ώρες και να συνεχίζουν το επόμενο πρωί στην κανονική τους βάρδια.
Κι όμως είναι εκεί και μπορεί να μην καταφέρνουν να σώσουν όλες τις ζωές, αλλά σώζουν τις περισσότερες.
Γράφω αυτό το άρθρο, με την ελπίδα ότι η πανδημία, εκτός από την ζημιά που έκανε θα κάνει κι εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις να αντιληφθούν ότι η δημόσια υγεία είναι ένα αδιαπραγμάτευτο αγαθό που δεν πρέπει να λογίζεται σαν κόστος, αλλά σαν ύψιστο καθήκον μιας ολοκληρωμένης πολιτείας απέναντι στον κάθε πολίτη, φτωχό ή πλούσιο, λευκό ή μαύρο, τσιγγάνο ή μπαλαμό, με ιατροφαρμακευτική κάλυψη ή χωρίς.
Δεν ξέρω αν θα προλάβω στην διάρκεια της δικής μου ζωής να δώ στην Ελλάδα ένα ολοκληρωμένο κι άρτιο δημόσιο σύστημα υγείας, ξέρω όμως ότι ακόμα κι έτσι, υπάρχουν εκεί έξω κάποιοι υπερήρωες που ξεπερνούν τις δικαιολογίες και τον εαυτό τους και για αυτό εκείνη την Κυριακή, σε εκείνο το δωμάτιο χάθηκαν «μόνο» επτά ζωές και όχι παραπάνω…
Εγώ σε ευχαριστώ γιατρέ. Εγώ…