Περπατώντας σε μια άδεια πόλη
Αντί για Editorial…
Το μπουφάν μου ήταν πιο λεπτό από όσο απαιτούσε ο καιρός απόψε, αλλά το γρήγορο περπάτημα με βοηθούσε να κρατιέμαι ζεστός. Δεν σκόπευα να θυσιάσω ούτε λεπτό από τις λίγες καθημερινές ώρες ελευθερίας. Η βόλτα απόψε θα ήταν μεγάλη και δεν ήθελα να αναγκαστώ να την συντομεύσω για να είμαι έγκαιρα στο σπίτι. Αυτή η απαγόρευση κυκλοφορίας μας έχει στοιχίσει ήδη πολύ από τον χρόνο μας…
Ο κόσμος περπατούσε βιαστικός, οι μάσκες έκαναν τις ανάσες βαριές. Κάπου στη γέφυρα του Πουλόπουλου ο κόσμος άρχισε να γίνεται πιο αραιός. Οι πιο πολλοί κατευθύνονταν μέσω του ποδηλατόδρομου προς τον πεζόδρομο της Ερμού για αυτό αποφάσισα να πάρω την Ηρακλειδών για να ανέβω στο Θησείο. Φτάνοντας στο σημείο της Ηρακλειδών που γίνεται πεζόδρομος, είδα μια εικόνα που δεν είχα ξαναδεί. Ερημιά και σκοτάδι. Ο άλλοτε πολυσύχναστος δρόμος, ο γεμάτος καφετέριες, τώρα ήταν ένας δρόμος-φάντασμα, με κλειστά καταστήματα και δυο ακόμα διαβάτες εκτός από εμένα.
Φτάνοντας στις καφετέριες, στο στέκι των εφηβικών μου χρόνων, αισθανόμουν σαν να είναι 5 το ξημέρωμα κι ας ήταν μόλις 8.00 το βράδυ. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ούτε στις 5 το ξημέρωμα δεν ήταν ποτέ έτσι έρημο το Θησείο.
Στάθηκα λίγο απέναντι από τη στροφή πριν το Ακροπόλ. Μόνο σκοτάδι.
Κοίταξα προς τα πίσω, προς την κατηφόρα που οδηγεί στον Ηλεκτρικό. Κι από εκεί το ίδιο.
Τουλάχιστον στον πεζόδρομο, ανηφορίζοντας προς την Ακρόπολη, είχε λίγο κόσμο. Άνθρωποι σαν κι εμένα που βγήκαν να χαρούν τις λίγες ώρες ελευθερίας τους. Σε ένα πεζούλι ένα ζευγαράκι φιλιόταν, ενώ λίγο πιο πέρα ένα άλλο τσακωνόταν. Λίγη κανονικότητα σε ένα κατά τα άλλα περίεργο σκηνικό. Ακόμα κι ο δημοτικός φωτισμός ήταν αλλιώς. Πιο λίγος. Δεν ξέρω, ίσως εσκεμμένα για να αποτρέψει τις βόλτες των πολιτών, λόγω της κατάστασης.
Έτσι όμως, ξεχώριζε ακόμα πιο πολύ η ολόφωτη Ακρόπολη, προβάλλοντας αγέρωχη πάντα πάνω από μια μισοσκότεινη και άδεια πόλη. Κοιτούσε την Αθήνα από ψηλά, σαν τη μάνα που παρατηρεί ανήσυχη τα παιδιά της, πικραμένη μα πάντα λαμπερή σαν φάρος, για να τους θυμίζει ότι είναι πάντα εδώ για εκείνα.
Λίγο πριν το τέλος της ανηφόρας, ένας μικροπωλητής είχε στρώσει μια κουβέρτα στο δρόμο και προσπαθούσε να πουλήσει μερικά μεταχειρισμένα βιβλία, ενώ μια παρέα πιτσιρικάδες με τις μάσκες κατεβασμένες στο σαγόνι χαλούσαν τον κόσμο με τα γέλια τους παίζοντας ο ένας δίπλα στον άλλον. Όσο θύμωσα με την περιφρόνηση τους στα μέτρα ασφάλειας, άλλο τόσο τους ζήλεψα για την ανεμελιά τους.
Κατηφόρισα προς το Ηρώδειο ακούγοντας μουσική και τραγούδι να έρχεται από κάπου. Τάχυνα το βήμα μου για να δώ. Λίγο πριν το μουσείο, ένας μεσήλικας κύριος, με ένα ασύρματο μικρόφωνο κι ένα ηχείο, τραγουδούσε το «Υπάρχω» του Καζαντζίδη ενώ οι περαστικοί τον κοιτούσαν πίσω από τις μάσκες τους, μάλλον με ευγνωμοσύνη που έσπαγε το μουντό χρώμα αυτής της νύχτας με λίγη μουσική. Κοίταξα να δώ αν έχω ψιλά, μα συνειδητοποίησα πως δεν είχε πουθενά ένα δοχείο για να τα αφήσω. Μάλλον δεν ήθελε χρήματα. Δεν ξέρω, πάντως ντράπηκα να τον διακόψω από το τραγούδι για να ρωτήσω και συνέχισα τον δρόμο μου, αφού του χαμογέλασα και μου χαμογέλασε κι εκείνος. Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω πως του είχα χαμογελάσει φορώντας τη μάσκα μου, όπως μου είχε χαμογελάσει κι εκείνος φορώντας τη δική του. Τότε μόνο συνειδητοποίησα πως χαμογελάσαμε με τα μάτια μας κι οι δύο κι αυτή ήταν μια σκέψη που με έκανε να νιώσω όμορφα. Όπως και το γεγονός ότι τραγουδούσε με τη μάσκα, αλλά αυτό δεν αλλοίωνε στο ελάχιστο την όμορφη φωνή του.
Στο γυρισμό, περπατώντας μέσα στο Κουκάκι, σκεφτόμουν ότι πολλές φορές δεν εκτιμάμε τις δυνατότητες που έχουμε, μέχρι τις στερηθούμε. Ζώ 44 χρόνια στο κέντρο της Αθήνας και σπάνια έχω κάνει αυτή τη βόλτα, αλλά δεν μου έλειπε μέχρι την στιγμή που έπαψε να είναι αυτονόητη.
Την επόμενη φορά, σκέφτηκα, θα σταματήσω να μιλήσω σε αυτόν τον κύριο που τραγουδούσε. Έπρεπε και σήμερα να το κάνω.
Στην επόμενη βόλτα…