«Εσωτερικευμένος γονέας» : όταν η φωνή του γονιού γίνεται η «εσωτερική» φωνή του παιδιού
Οι γονείς εκτός από πολύ μεγάλη αγάπη προς τα παιδιά τους, έχουν ταυτόχρονα δύναμη και επιρροή προς αυτά. Αυτό γίνεται μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο που βλέπουν και αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους αλλά και τον κόσμο. Στάσεις, αξίες, αντιλήψεις και πεποιθήσεις του γονιού μεταφέρονται στα παιδιά καθημερινά, κάθε στιγμή με έναν τρόπο ανεπαίσθητο, και όμως τόσο καθοριστικό.
Σκοπός φυσικά, δεν είναι να ενοχοποιηθούν οι γονείς ως προς την συμπεριφορά τους απέναντι στα παιδιά τους, καθώς λανθασμένους χειρισμούς μπορεί να κάνει ο καθένας, ακόμα και με τις καλύτερες των προθέσεων. Άλλωστε τα παιδιά μας, μας βάζουν να αναμετρηθούμε με το παιδί που ήμασταν, αυτό που κρύβουμε μέσα μας και που δεν φροντίστηκε κάποιες φορές, όπως θα αντιστοιχούσε. Αυτό λοιπόν που είναι σημαντικό, είναι να καταλάβουμε ότι σαν γονείς έχουμε τη δύναμη να επηρεάσουμε θετικά τα παιδιά μας και να τους δώσουμε εφόδια ζωής και ταυτόχρονα, μέσα από τη σχέση μας μαζί τους, να φροντίσουμε και το δικό μας «εσωτερικευμένο παιδί».
Το πως συμπεριφέρεται λοιπόν ο γονιός στο παιδί του επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα που διαμορφώνει το παιδί για τον εαυτό του, την αξία του και τη θέση του μέσα στον κόσμο. Για παράδειγμα, γονείς που είναι επικριτικοί με το παιδί τους, που «φωτίζουν» το λάθος αλλά θεωρούν το σωστό αυτονόητο «παράγουν» χαμηλή αυτοεκτίμηση στα παιδιά τους και ενισχύουν την «τελειοθηρία». Τα παιδιά νιώθουν ότι δεν είναι ποτέ αρκετά καλά και προσπαθούν συνεχώς για το «τέλειο», απογοητευόμενα ξανά και ξανά. Μη έχοντας ποτέ καταφέρει να ικανοποιήσουν την προσδοκία του γονιού τους για ένα «τέλειο παιδί» χωρίς λάθη, σε όλη τους τη ζωή κυνηγούν το «άπιαστο» και δεν μπορούν να χαρούν τις επιτυχίες τους ακόμα και όταν πετυχαίνουν πράγματα στη ζωή τους. Εστιάζουν πάντα σε αυτό που λείπει, σαν να μην είναι αυτονόητο κομμάτι της ύπαρξης η έλλειψη, και καταγράφουν τον εαυτό τους ελλιπή, αφού μέσα από το δικό τους πρίσμα το «τέλειο» υπάρχει και είναι δικό τους λάθος που δεν το αγγίζουν.
«Κοίτα τη Μαρία τι καλά που το κάνει!». Η σύγκριση είναι ένα «δηλητήριο» που καταστρέφει την ατομικότητα και βάζει το παιδί συνεχώς να βλέπει τον εαυτό του όχι όπως είναι ή όπως θα ήθελε εκείνο να είναι αλλά σε «σύγκριση» με τους άλλους. Επίσης «παράγει» χαμηλή αυτοπεποίθηση αλλά και άγχος, είτε για να «φτάσει» τα άλλα παιδιά, αν η σύγκριση γίνεται κατά του, είτε για να διατηρήσει τη θέση του, αν η σύγκριση γίνεται υπέρ του. Οι γονείς τις πιο πολλές φορές συγκρίνουν τα παιδιά τους για να τα κινητοποιήσουν αλλά είναι μια τακτική που μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει. Το παιδί αυτό ως ενήλικας θα συγκρίνεται διαρκώς και θα ετεροκαθορίζεται.
Ο τρόπος που οι γονείς απευθύνονται και μιλούν στα παιδιά τους γίνεται τελικά η δική τους «εσωτερική φωνή» όταν απευθύνονται στον εαυτό τους, τόσο που πολλές φορές βλέπουμε ενήλικες που σαν παιδιά έχουν υποτιμηθεί από τους γονείς τους, να έχουν μια εντελώς διαστρεβλωμένη εικόνα για τον εαυτό τους. «Είμαι άχρηστος», «δεν είμαι καλός σε τίποτα», «δεν αξίζω», και πολλές άλλες πεποιθήσεις που συνδέονται με την εικόνα εαυτού οι οποίες είναι σαφώς διαστρεβλωμένες, σαν να κοιτούν τον εαυτό τους μέσα από έναν «παραμορφωτικό καθρέφτη», που δεν είναι άλλος από το «βλέμμα» του γονιού.
Οι γονείς λοιπόν μπορούν να ασκήσουν σημαντική επιρροή στα παιδιά τους, και αυτό είναι ελπιδοφόρο καθώς με τον κατάλληλο τρόπο μπορούν να τα επηρεάσουν όχι μόνο αρνητικά αλλά και θετικά. Ο τρόπος που σχετίζεται ένας γονιός με το παιδί του θα πρέπει να εμπεριέχει ταυτόχρονα οριοθέτηση αλλά και στοργή. Μέσα από την θέσπιση ορίων το παιδί νιώθει ασφάλεια και φροντίδα ενώ ταυτόχρονα του παρέχεται μια δομή. Επιπλέον, αυτή η οριοθέτηση θα πρέπει να συνδυάζεται με αποδοχή προς το παιδί και στοργή, δημιουργώντας έτσι έναν ιδανικό συνδυασμό για την ομαλή ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.
Τέλος ας μην ξεχνούν οι γονείς ότι και οι ίδιοι υπήρξαν παιδιά. Έχουν λοιπόν να σκεφτούν αν ο δικός τους «εσωτερικευμένος γονέας», η φωνή του δικού τους γονιού, βγαίνει τώρα στην επιφάνεια στο μεγάλωμα των παιδιών τους, αλλά και στην καθημερινότητα τους. Έχουν να αναλογιστούν αν ο τρόπος με τον οποίο μιλούν στα παιδιά τους είναι ο ίδιος τρόπος που απευθύνονται και στον εαυτό τους και να αποφασίσουν αν θα «σπάσουν» αυτόν τον κρίκο της αλυσίδας στην γενιά την οποία έφεραν στο κόσμο.