Οι συχνότερες Μαθησιακές Δυσκολίες
Σε προηγούμενα άρθρα μας αναφερθήκαμε σχετικά στο ρόλο των γονιών και των εκπαιδευτικών στην έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών. Στο σημερινό μας άρθρο γίνεται αναφορά στις πιο συνηθισμένες από τις μαθησιακές δυσκολίες, σε αυτές που συναντάμε πιο συχνά και που απασχολούν περισσότερο τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς. Γίνεται μια επιγραμματική αναφορά έτσι ώστε να δώσουμε ένα πρώτο ερέθισμα στους γονείς κυρίως, αλλά και στους εκπαιδευτικούς «ότι κάτι δεν πάει καλά».
Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά οι γονείς έρχονται αντιμέτωποι με τον όρο «μαθησιακές δυσκολίες». Πρόκειται για μια ομάδα δυσκολιών που όπως προδίδει το όνομά της επηρεάζουν την ικανότητα μάθησης του παιδιού. Γι' αυτό τον λόγο συνήθως γίνονται αντιληπτές από τους γονείς όταν το παιδί πηγαίνει στο σχολείο.
Όπως σε κάθε διαταραχή έτσι και εδώ πριν προχωρήσουμε στις διάφορες υποκατηγορίες και τις ενδείξεις τους, θεωρείται σκόπιμο να κατανοήσουμε σε τι ακριβώς αναφέρονται οι μαθησιακές δυσκολίες. Αρχικά, θα πρέπει να εστιάσουμε στους διάφορους τομείς που μπορεί να εμφανιστούν. Μπορεί να επηρεάζουν τον προφορικό λόγο, την γραφή, την ανάγνωση, την αριθμητική και μαθηματική ικανότητα και την οπτικοακουστική ικανότητα ενός παιδιού. Βέβαια αξίζει να σημειωθεί ότι συχνά συνυπάρχουν και με άλλες διαταραχές και προβλήματα αυτοελέγχου, κοινωνικής αντίληψης και αλληλεπίδρασης, χωρίς όμως αυτά να είναι η αιτία εμφάνισης των δυσκολιών. Οι μαθησιακές δυσκολίες δεν έχουν σχέση με τη νοημοσύνη ενός παιδιού. Οφείλονται σε μια διαφορετική λειτουργία του εγκεφάλου, η οποία επηρεάζει τη λήψη και την επεξεργασία μιας πληροφορίας. Τα παιδιά που παρουσιάζουν τέτοιες ιδιαιτερότητες απλά βλέπουν, ακούν και αντιλαμβάνονται τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο
Ποιες είναι όμως οι επιμέρους κατηγορίες των μαθησιακών διαταραχών;
Οι μαθησιακές δυσκολίες αποτελούνται από ένα σύνολο κατηγοριών. Οι πιο σημαντικές από αυτές είναι οι εξής:
Δυσλεξία:
Είναι ίσως η πιο γνωστή και πολύ-ακουσμένη δυσκολία. Επηρεάζει την ορθογραφία, την σωστή και εύκολη ανάγνωση και τις ικανότητες επεξεργασίας των γραπτών και αναγνωστικών ερεθισμάτων. Από τις συνηθέστερες ενδείξεις αποτελεί η καθρεπτική γραφή, όταν δηλαδή το παιδί αντικαθιστά γράμματα με όμοια τους. Με πιο απλά λόγια ένδειξη μπορεί να αποτελέσει και όταν το παιδί μπερδεύει λέξεις ή γράμματα που μοιάζουν οπτικά ή ακουστικά π.χ. νόμος – μόνος , α-ο , 3-ε. Χαρακτηριστικές είναι οι δυσκολίες στη γραφή: πολλά ορθογραφικά λάθη, παραλείψεις, προσθέσεις, αντιμεταθέσεις, αντικαταστάσεις γραμμάτων, συλλαβών & λέξεων, κακογραφία, ακαταστασία, μουντζούρες στο γραπτό, αδικαιολόγητα κενά, κατάργηση των διαστημάτων, απουσία σημείων στίξης, απουσία κεφαλαίων ή παρεμβολή τους ανάμεσα στα πεζά.
Πρόσφατες έρευνες αναφέρουν ότι συχνά έχει κληρονομικό υπόβαθρο.
Δυσαναγνωσία:
Όπως αναφέρει και το όνομά της πρόκειται για μια δυσκολία που εστιάζει στην ανάγνωση. Πρόκειται για την αδυναμία του παιδιού να επεξεργαστεί τα οπτικά ερεθίσματα ενός κειμένου. Περιλαμβάνει δηλαδή δυσκολίες οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα το παιδί να μην μπορεί να διαβάσει σωστά και να μην μπορεί να κατανοήσει τα όσα έχει διαβάσει. Τα παιδιά με αυτή την δυσκολία συνήθως κάνουν λάθη κατά την ανάγνωση καθώς παραλείπουν ή αντικαθιστούν λέξεις μέσα σε ένα κείμενο. Αυτά συνδέονται άμεσα και με δυσκολίες στην μνήμη και την ικανότητα ενός παιδιού να μπορεί να αναγνωρίζει γράμματα και λέξεις. Γενικότερα, το παιδί διαβάζει είτε αργά είτε άστατα, χωρίς δηλαδή να σταματά κατάλληλα στα σημεία στίξης.
Δυσγραφία ή Δυσορθογραφία:
Αυτή η κατηγορία έχει ως κύρια ένδειξή της τον κακό γραφικό χαρακτήρα, τα γραμματικά και τα ορθογραφικά λάθη. Ειδικότερα στο γραπτό λόγο του παιδιού δεν τηρούνται τα κενά ανάμεσα στις λέξεις, είτε αφήνουν μεγάλα κενά, είτε κολλούν τις λέξεις μεταξύ τους, παραλείπονται τα κεφαλαία γράμματα και τα γράμματα δεν βρίσκονται στην ευθεία της γραμμής του τετραδίου. Αρκετές φορές το παιδί μπορεί να επαναλάβει γραπτώς την ιδία λέξη μέσα στην πρόταση και υπάρχει περίπτωση να δυσκολεύεται να αντιληφθεί τις ομόηχες λέξεις. Συχνά ένδειξη μπορεί να αποτελέσει και το γεγονός ότι το παιδί μπορεί να μην χειρίζεται με άνεση το κόψιμο με ψαλίδι ή το κράτημα του μολυβιού (λεπτή κινητικότητα) καθώς επίσης και η δυσκολία δημιουργίας ιδεών σε μια γραπτή έκθεση.
Δυσαριμθησία:
Εδώ το παιδί εμφανίζει δυσκολία στην κατανόηση των μαθηματικών εννοιών π.χ. αριθμητικές έννοιες, πρόσθεση, αφαίρεση κλπ. Πιο συγκεκριμένα το παιδί μπορεί να μπερδεύει την προπαίδεια, να δυσκολεύεται σε αριθμητικές πράξεις, να μπερδεύει τα πρόσημα (+,-), μπορεί και να μετράει κάποιες φορές με τα δάχτυλα των χεριών και πιθανότατα να συγχέει την λογική σειρά των αριθμών, ακόμη και των ημερών και των μηνών. Γενικότερα, εμφανίζει δυσκολία στην κατανόηση των ποσοτικών εννοιών (δηλαδή ο αριθμός 2 σε πόσα στοιχεία αντιστοιχεί), ενώ είναι πιθανό να μπερδεύει και το δεξιά με το αριστερά.
Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής με ή χωρίς Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ):
Είναι η δεύτερη πιο συχνή δυσκολία. Σε αυτή την κατηγορία παρατηρείται συνήθως μια έντονη δραστηριότητα, παρορμητικότητα και κυρίως ελάχιστη διάρκεια προσοχής. Συχνά τα παιδιά με τέτοιες δυσκολίες αδυνατούν να ασχοληθούν για πολύ ώρα με μια δραστηριότητα, αποσπούνται πολύ εύκολα και με το οποιοδήποτε μικρό ερέθισμα χάνουν την συγκέντρωση τους. Ξεχνούν εύκολα τα πράγματα τους ή τα βάζουν στην τσάντα τους ιδιαίτερα ακατάστατα, μιλούν ακατάπαυστα στην τάξη, αναφέρονται σε γεγονότα και πράξεις χωρίς να τους ζητηθεί ή να έχουν ζητήσει το λόγο, κινούνται συνεχώς στο θρανίο ή το γραφείο τους, σηκώνονται χωρίς λόγο, αφαιρούνται συχνά. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το παιδί να μην μπορεί να ολοκληρώσει την διαδικασία της εκμάθησης και να έχει πολλά μαθησιακά κενά.
Γενικά τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες είναι πιθανό να εμφανίσουν και κάποια δευτερεύοντα χαρακτηριστικά. Συνήθως επειδή κατανοούν τις δυσκολίες τους μπορεί να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυξημένο άγχος καθώς και έλλειψη οργάνωσης.
Σαφώς και κάθε διαταραχή εκδηλώνεται διαφορετικά από παιδί σε παιδί καθώς κάθε άνθρωπος χαρακτηρίζεται από την μοναδικότητα του. Σε μελλοντικά άρθρα οι παραπάνω κατηγορίες θα αναλυθούν ακόμη πιο εκτενέστερα με πιο πολλά συμπτώματα και ενδείξεις. Σε κάθε περίπτωση όμως, η έγκαιρη και έγκυρη παρέμβαση από έναν ειδικό είναι θεμιτή. Όσο πιο γρήγορα οι γονείς απευθυνθούν σε κάποιο ειδικό και όσο πιο γρήγορα ο εκπαιδευτικός στην τάξη εντοπίσει το πρόβλημα και προσαρμόσει τη μέθοδο διδασκαλίας στις ανάγκες των μαθητών του, τόσο πιο εύκολα το παιδί θα μάθει τρόπους αντιμετώπισης των δυσκολιών του και θα καταφέρει να καλύψει τα κενά του προκειμένου να συνεχίσει την σχολική του πορεία.