Τεχνητή νοημοσύνη: ευκαιρία η απειλή;
Οι βιομηχανικές επαναστάσεις αφορούν περιόδους της ιστορίας κατά τις οποίες ένα σύνθετο μίγμα έντονων μεταβολών προκαλεί αλλαγές σε κοινωνικοπολιτικούς και οικονομικούς τομείς. Τα χαρακτηριστικά τους αφορούν την ένταση των καινοτόμων τεχνικών μέσων για τον περιορισμό της χειρωνακτικής εργασίας, την αξιοποίηση νέων μορφών ενέργειας και μακροπρόθεσμα τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Ιστορικά η 1η Βιομηχανική Επανάσταση χαρακτηρίστηκε από την υιοθέτηση ατμομηχανών στην βιομηχανία και αργότερα στις μεταφορές. Η 2η Βιομηχανική Επανάσταση ξεκίνησε από την Γερμανία και τις ΗΠΑ με την ανακάλυψη του ηλεκτρικού ρεύματος και του πετρελαίου που οδήγησαν στην κατασκευή ηλεκτροκινητήρων, τηλεγράφων, τηλεφώνων, ηλεκτρικών λαμπτήρων και μηχανών εσωτερικής καύσης αντίστοιχα. Κατά την 3η Βιομηχανική Επανάσταση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία οδήγησε στην εφεύρεση του τρανζίστορ, της λυχνίας και των μικροτσίπ δημιουργώντας τους πρώτους Η/Υ, ηλεκτρικά κυκλώματα και λογισμικά.
Πλέον βρισκόμαστε στην καρδιά της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης ή Industry 4.0, κινητήριος μοχλός της οποίας αποτελούν οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών. Συγκεκριμένα η τεχνητή νοημοσύνη ως μορφή τεχνολογίας αναπτύσσεται με αλματώδης ρυθμούς και αυτό εξηγείται από τον νόμο του Moore, συνιδρυτή του κολοσσού INTEL, σύμφωνα με τον οποίο σε περίπου 18 μήνες η υπολογιστική ισχύς των επεξεργαστών διπλασιάζεται και ταυτόχρονα μειώνεται το κατασκευαστικό τους κόστος. Αυτό συνεπάγεται την αύξηση των δυνατοτήτων των υπολογιστικών μονάδων με παράλληλη μείωση του κόστους, οδηγώντας σε έντονη τεχνολογική εξέλιξη. Με βάση μελέτη του πανεπιστημίου Stanford το 2019, η τεχνητή νοημοσύνη υπερβαίνει τον νόμο του Moore, με την αύξηση της ισχύος να διπλασιάζεται ανά 3,4 μήνες αντί των 18 των συμβατικών τεχνολογικών. Επιπλέον, σημειώνει ότι ο απαιτούμενος χρόνος για την εκπαίδευση ενός συστήματος τεχνητής νοημοσύνης για αναγνώριση εικόνων μειώθηκε από τις 3 ώρες τον Οκτώβριο του 2017 σε περίπου 88 δευτερόλεπτα τον Ιούλιο του 2019.
Είναι βέβαιο ότι η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης παρουσιάζει την δυνατότητα να τονώσει μακροοικονομικά την αύξηση της παραγωγικότητας, αυξάνοντας την οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, μπορεί να ωφελήσει τις παραγωγικές μονάδες να διαχειριστούν αποτελεσματικότερα πολύπλοκα σύστημα, όπως η αποθήκη, οι μεταφορές, η ζήτηση των καταναλωτών και τα συστήματα παράδοσης.
Ορισμένα ερωτήματα που γεννώνται από τα ανωτέρω δεδομένα από το στρατόπεδο της κριτικής αφορούν:
- To φυσικό κεφάλαιο μπορεί να λειτουργήσει υπό την μορφή ρομπότ, το οποίο θα αναβαθμίζεται και θα αυτό-διδάσκεται;
- Μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να διαχειρίζεται με ασφάλεια ευαίσθητα προσωπικά στοιχεία και να διασφαλίζει την προστασία τους από κακόβουλες ηλεκτρονικές επιθέσεις;
- Σε περίπτωση ατυχήματος εξαιτίας χρήσης της ΑΙ ποιος φέρει την ευθύνη; O ιδιοκτήτης, ο κατασκευαστής ή ο προγραμματιστής;
Η ιστορική εμπειρία και ο νόμος του νομπελίστα οικονομολόγου Robert Solow αναφέρουν ότι κάθε νέο τεχνολογικό επίτευγμα χρειάζεται εύλογο χρονικό διάστημα για να αποτυπώσει στατιστικά την επίδρασή του στην παραγωγικότητα. (το παράδοξο του Solow)
Μετά τον απόηχο του ChatGPT, τον AI παρουσιαστή στο δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ, αλλά και δεκάδες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης σε κάθε επίπεδο της καθημερινότητας τίθενται έντονα ερωτήματα στον τομέα της ηθικής (ἦθος < ἔθος). Έρευνα της PwC προβλέπει μεγάλες απώλειες θέσεων την επόμενη εικοσαετία στον τομέα των μεταφορών. Επιπλέον, θέσεις εργασίας που αφορούν μηχανικούς και αναλυτές εφοδιασμού απειλούνται έντονα σύμφωνα με τον Guardian. Ορισμένα ακόμα επαγγέλματα που σύμφωνα με αναλύσεις βρίσκονται εντός της ζώνης απειλής από την τεχνητή νοημοσύνη απαντώνται στους κλάδους των μαθηματικών, χρηματοοικονομικών αναλυτών, φοροτεχνικών, συγγραφέων, δημοσιογράφων, υπαλλήλων του τομέα υγείας καθώς και διοικητικών υπαλλήλων.
Συμπερασματικά, οι νέες τεχνολογίες διέπονται από ένα μίγμα θετικών και αρνητικών δεδομένων. Από την θετική όψη συντάσσονται η συνεισφορά της AI στην επιχειρηματικότητα και την επιδίωξη για οικονομική μεγέθυνση των κρατών, ενώ από την αρνητική όψη ο «φόβος» μέρους της κοινωνίας για το αβέβαιο μέλλον που φέρνει ο ερχομός της AI. Είναι εμφανές ότι όποιοι δεν επιλέξουν τον πάντα επίπονο δρόμο της προσαρμογής στα νέα δεδομένα που φέρνει το τεχνολογικό κύμα εξελίξεων θα δυσκολευτούν να ακολουθήσουν την ροή των εξελίξεων και θα αντιμετωπίσουν της αρνητικές συνέπειες της αναταραχής που αναμένεται να προκληθεί. Από την άλλη η πολιτική ηγεσία, θα πρέπει να θεσπίσει ένα κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο θα μπορεί να λειτουργήσει με ασφάλεια η AI και θα ελέγχει τα όρια και τις δυνατότητες επηρεασμού της στις κοινωνικές ομάδες, τον πολιτισμό και την οικονομία.