Η δύναμη του να ζητάω βοήθεια
Ένα παιδί ζητάει βοήθεια σαν να είναι το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Βοήθεια στο φαγητό, στο παιχνίδι, στα μαθήματα κλπ.
Τι αλλάζει άραγε στην πορεία και καθώς μεγαλώνουμε η αναζήτηση βοήθειας ενοχοποιείται και υποτιμάται;
Τι κάνει την αναζήτηση βοήθειας να μοιάζει ως κάτι απαγορευτικό;
Ένα παιδί που ζητάει βοήθεια αναγνωρίζει την αδυναμία του να ξέρει τα πάντα ως αυτονόητη και δεδομένη. Έτσι, γνωρίζοντας ότι δε μπορεί να βρει τη λύση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει, αποτίνεται σε κάποιον που εμπιστεύεται και θεωρεί ότι μπορεί να τον βοηθήσει, «Μαμά, μου το ανοίγεις; Κόλλησε, δεν μπορώ», «Μπαμπά, πώς γράφεται το ρήμα επικοινωνώ;». Ακολουθεί τις οδηγίες και τις συμβουλές που παίρνει, λύνει το πρόβλημά του κι έτσι είναι ξανά ήρεμο και χαρούμενο. Στην ενήλικη ζωή όμως αυτό φαίνεται να αντιστρέφεται.
Υπάρχει μια κοινωνική παραδοχή ότι το να ζητάει κανείς βοήθεια είναι αδυναμία. Είναι όμως έτσι;
Είναι άραγε αδυναμία να αναζητήσει κανείς βοήθεια από ένα οδοντίατρο για ένα δόντι που πονάει; Δεν είναι αδυναμία αλλά επιλογή. Μπορεί να χρησιμοποιήσει διάφορα γιατροσόφια που θα βρει στο διαδίκτυο, μπορεί να κάνει υπομονή ανεχόμενος τον πόνο, «μέχρι να περάσει», όπως επίσης μπορεί να επιλέξει να μην τον ενισχύει καθώς θα τρώει από την πλευρά που δεν πονάει. Μπορεί επίσης να κλείσει ένα ραντεβού με τον οδοντίατρο που εμπιστεύεται ώστε να τον εξετάσει και να του προτείνει την καλύτερη θεραπεία. Αντίστοιχη προσέγγιση μπορεί κανείς να έχει και στην περίπτωση ενός σπασμένου καναπέ. Μπορεί να τον φτιάξει μόνος του αν έχει τα εργαλεία και την τεχνογνωσία, μπορεί να τον αντικαταστήσει, μπορεί να ζητήσει βοήθεια από ένα φίλο του που εμπιστεύεται και γνωρίζει ότι μπορεί να τον βοηθήσει ή μπορεί να φωνάξει ένα ξυλουργό ώστε να αξιολογήσει τη ζημιά και να του προτείνει την κατάλληλη προσέγγιση ως προς την επιδιόρθωσή του.
Αν η στάση μας στην αναζήτηση βοήθειας είναι θετική τότε με παρόμοιο τρόπο θα προσεγγίσουμε το θέμα του πονόδοντου, του σπασμένου καναπέ, της ακαταστασίας στο σπίτι, της συναισθηματικής κόπωσης, της κατάθλιψης, της απογοήτευσης από το εργασιακό περιβάλλον κλπ.
Συχνά οι άνθρωποι δυσκολευόμαστε να ζητήσουμε βοήθεια μιας και αυτό φαίνεται να ελλοχεύει κινδύνους ενοχοποίησης της αυτοαξίας μας. «Αν ζητήσω βοήθεια στο πλύσιμο των πιάτων από τον σύντροφό μου θα φαίνεται ότι δεν είμαι καλή νοικοκυρά», «Δε θέλω να ζητήσω βοήθεια από τον ανώτερο μου, θα φανεί ότι δεν μπορώ μόνος μου», «Μήπως δεν είμαι καλή μητέρα αν δεν καταφέρω να μαγειρέψω, να μαζέψω και να καθαρίσω το σπίτι πριν γυρίσουν τα παιδιά μου;». Από την άλλη το γεγονός ότι δεν ζητάμε βοήθεια μπορεί να υποδηλώνει μια ανάγκη μας για φροντίδα που δεν επικοινωνείται ανοιχτά, αλλά εκφράζεται ως παράπονο. «Ας το κάνω μόνη μου, χάλια θα το κάνουν οι άλλοι», «Σε όλα εγώ δίνω τις λύσεις, τίποτα δε μπορείτε μόνοι σας», «Σου είπα να φτιάξεις φαγητό, αλλά όχι να το κάψεις», «Μάζεψε τις ντουλάπες σου, δεν μπορώ να τα κάνω όλα εγώ», «Μα δε σου είπα να φέρεις αυτό το απορρυπαντικό, θα πάω εγώ την επόμενη φορά σουπερμάρκετ».
Σε αυτές τις περιπτώσεις η ανάγκη μας να δεχτούμε τη φροντίδα κυριαρχεί, όμως δεν εκφράζεται ειλικρινά κι μεταφράζεται σε παράπονο που ενοχοποιεί τον αποδέκτη. Πολύ πιθανό αυτό να συμβαίνει επειδή εμείς νιώθουμε άσχημα και ενοχές να ζητήσουμε βοήθεια, ενώ το θέλουμε, κι αυτό παίρνει τη μορφή του παραπόνου με αποτέλεσμα να διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα.
Ενώ θέλουμε βοήθεια, φαίνεται ότι δεν την έχουμε καν ανάγκη, επειδή θεωρούμε ότι οι άλλοι δεν είναι άξιοι να την δώσουν όπως εμείς θέλουμε κι όχι επειδή εμείς δυσκολευόμαστε να τη ζητήσουμε. Επειδή είναι πιο εύκολο να μεταφερθεί η ευθύνη στον άλλο παρά στον εαυτό μας.
Η αναζήτηση βοήθειας, σε κάθε της μορφή και σε κάθε συνθήκη, δεν είναι αδυναμία αλλά επιλογή.
Επιλέγω να ζητήσω βοήθεια από το σύντροφο και τα παιδιά μου επειδή γνωρίζω ότι αυτό δε θα βλάψει την εικόνα μου ως σύντροφο και ως μητέρα.
Επιλέγω να ζητήσω βοήθεια από ένα γιατρό επειδή γνωρίζω ότι αυτό δε θα αλλοιώσει την εικόνα μου στην κοινωνία.
Επιλέγω να ζητήσω βοήθεια από τον προϊστάμενό μου επειδή γνωρίζω ότι η εικόνα μου στη δουλειά δεν καθορίζεται μόνο από αυτά που δεν ξέρω.
Επιλέγω να ζητήσω βοήθεια από ένα ψυχολόγο ή ψυχίατρο επειδή γνωρίζω ότι δεν είναι ένδειξη αδυναμίας αλλά δύναμης.
Επιλέγω να ζητήσω βοήθεια από κάποιον που εμπιστεύομαι επειδή γνωρίζω ότι είναι τόσο απλό όσο το να ζητήσω βοήθεια από ένα οδοντίατρο για τον πονόδοντό μου.
«Εσύ ζητάς βοήθεια;»