Κεντροαριστερά: υπάρχει προοπτική κυβερνητικής επανόδου;

Κεντροαριστερά: υπάρχει προοπτική κυβερνητικής επανόδου;

Ο Όθων Καίσαρης Πολιτικός Επιστήμονας,  Διεθνολόγος και αναγνώστης του City Status, αναλύει την προοπτική της κυβερνητικής επανόδου για την Κεντροαριστερά.

Πριν περίπου ένα μήνα, συμπληρώθηκαν 61 χρόνια από την ανάδειξη στην κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου με το εντυπωσιακό 52,72%. H ΕΚ αποτελούσε έναν ετερόκλητο συνασπισμό κομματιδίων και προσωπικοτήτων από την φιλελεύθερη αριστερά (Τσιριμώκος, Παπαπολίτης) μέχρι την βασιλική δεξιά (Στεφανόπουλος) και συντηρητικούς (Κωστόπουλος). Βασική επιδίωξη και κύριος συνδετικός κρίκος του συνασπισμού αποτελούσε η εκδίωξη του Καραμανλή ύστερα από 11ετή διακυβέρνηση. 

Από το κόμμα απουσίαζε το ελάχιστο κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα, ή, έστω, η ενιαία κομματική δημοκρατική δομή. Επιπλέον, ως επικεφαλής του σχήματος και συνδετικός κρίκος "επιλέχτηκε" ο Γεώργιος Παπανδρέου αποκλειστικά και μόνο λόγω της ρητορικής του δεινότητας (βλέπε “Ανένδοτος”). Ο Παπανδρέου, πέρα από το περασμένο της ηλικίας, ήλεγχε μόνο 4-5 βουλευτές και δε διέθετε σταθερή πολιτική πορεία (είχε εκλεγεί βουλευτής του Παπάγου για να επιβιώσει πολιτικά). 

Μέσα σε ενάμιση χρόνο διακυβέρνησης, εκδηλώθηκαν πολλαπλά ρήγματα και διαφωνίες όχι μόνο στην άσκηση πολιτικής (οικονομική πολιτική, Κυπριακό, κοινωνικές παροχές, κ.α.), αλλά και σε επίπεδο κόμματος (π.χ. καταψήφιση Προέδρου της Βουλής, αυξανόμενος ρόλος του Ανδρέα, κατανομή υπουργείων). Η έλλειψη κοινού προγραμματικού λόγου και εσωκομματικής δημοκρατίας οδήγησαν στην κατάρρευση της κυβέρνησης, με αφορμή θεσμικά ατοπήματα των Ανακτόρων

Ο συνασπισμός διασπάται (αποχώρηση Αποστατών) και δημιουργούνται δύο άτυπες ομάδες (Γέρου, Ανδρέα )εντός του- η έλλειψη κυβερνητικής συνοχής και κομματικής δημοκρατίας είναι έκδηλες. 

Σήμερα, 61 χρόνια μετά, η κεντροαριστερά νοσεί, με παρόμοια συμπτώματα: πολυδιάσπαση, με σαφή κρίση ταυτότητας, προγραμματικού λόγου και κυβερνητικής προοπτικής. Το ΠΑΣΟΚ, έχοντας αναλάβει την ευθύνη για την οικονομική κρίση, τα Μνημόνια και την συμμετοχή στην κυβέρνηση Σαμαρά, σχεδόν… εξαερώθηκε εκλογικά (4,6% το 2015). Πρωτοκλασάτοι υπουργοί του συμμετέχουν σε διαδοχικές κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ. Ας όψεται η πολιτική επιβίωση. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 36% του Αλέξη Τσίπρα, και της ανάδειξης στην εξουσία βασιζόμενος αποκλειστικά στην αντίδραση των “Αγανακτισμένων”, έχει διασπασθεί σε τρία κοινοβουλευτικά κόμματα, μία 4η εν δυνάμει κοινοβουλευτική ομάδα, και δύο εξωκοινοβουλευτικά (Βαρουφάκης, Κόκκαλης). Είναι απορίας άξιο πώς συνυπήρξαν κυβερνητικά, με, ελάχιστο έστω, κοινό κυβερνητικό λόγο, επί 4,5 έτη.  

Προκειμένου η κεντροαριστερά να ξεπεράσει την περιρρέουσα κατάσταση και να αποτελέσει το απαραίτητο για την ορθή λειτουργία της δημοκρατίας, θεσμικό αντίβαρο στην κυβέρνηση, βασική προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενός κόμματος, το  οποίο θα επεκτείνεται από τον χώρο της φιλελεύθερης αριστεράς μέχρι το προοδευτικό κέντρο, προκειμένου να αποτελέσει τον σχετικό πυλώνα στο δίπολο δεξιά- αριστερά. 

  1. Πρώτον,  ο παρών εκλογικός νόμος προβλέπει ότι το bonus των εδρών δίνεται σε ενιαία κόμματα που κατακτούν την πρώτη θέση, και όχι συνασπισμούς κομμάτων. Η κατάκτηση της πρώτης θέσης προϋποθέτει την αναστολή των εργασιών των επιμέρους κομμάτων και τη δημιουργία ενός ενιαίου φορέα, αποτρέποντας τη δημιουργία συμμαχιών. Ότι συνέβη το 2019 με την αναστολή λειτουργίας της Δράσης και της υποψηφιότητας στελεχών της με την Νέα Δημοκρατία.  

Σε πολιτικό επίπεδο, δεδομένου ότι το πολιτικό μας σύστημα στηρίχτηκε στο μοντέλο των αυτοδύναμων κυβερνήσεων, η επάνοδος στο μοντέλο κυρίαρχων κομμάτων της κεντροδεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας είναι κρίσιμη παράμετρος σταθερότητας. Η ύπαρξη μικρότερων κομμάτων, ως junior κυβερνητικοί partners σε μία κυβέρνηση, όσο ευκταίο  κι αν είναι απαιτεί προγραμματικές συγκλίσεις και πολιτικό διάλογο, στοιχεία που δε διαθέτει το πολιτικό σύστημα. 

  1. Το περίπλοκο διεθνές περιβάλλον και οι εγχώριες οικονομικές προκλήσεις, τα κοινωνικά μέτωπα, η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις (π.χ. αναθεώρηση άρθρων του Συντάγματος για τη διαδικασία ανάδειξης της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την ευθύνη των υπουργών, κ.α.) επιτάσσουν ένα συγκροτημένο κυβερνητικό πρόγραμμα.

Δεν αρκεί μία αντιπολίτευση διαμαρτυρίας, που συμμετέχει σε συλλαλητήρια ή απλά καταδικάζει τις ελλιπείς κυβερνητικές επιλογές (βλ. Τέμπη, “κράτος Μαξίμου”, κ.α.). Η αντιπολίτευση χρειάζεται καθαρό πολιτικό λόγο και σαφή στρατηγικό σχεδιασμό, με την υποβολή τολμηρών μεταρρυθμιστικών προτάσεων στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Π.χ. την συμμετοχή των δήμων, της Κοινωνίας των Πολιτών και των παραγωγικών φορέων στην παραγωγή πολιτικής. 

Σήμερα, τα κόμματα της κεντροαριστεράς δυσκολεύονται να συντονίσουν τον βηματισμό του σε πρωτοβουλίες όπως η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή η διαχείριση των Τεμπών. Πώς θα συμπλεύσουν υπό ένα κοινό προγραμματικό πρόγραμμα; Πώς οραματίζονται κάποιοι ένα υπουργικό συμβούλιο στο οποίο θα συνυπάρχει ο Πολλάκης, η Διαμαντοπούλου και η Ζωή;  

Σήμερα, τόσο οι μνήμες από την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. δημοψήφισμα, Νόμος Κατρούγκαλου, κ.α.) είναι ακόμα νωπές και αποτελούν κόκκινη γραμμή για πολλούς κεντρώους, ενώ η μεταρρυθμιστική πνοή της παρούσας κυβέρνησης εξανεμίζεται, αφήνοντας ελεύθερο εκλογικό χώρο στο κέντρο. 

H χώρα δεν χρειάζεται ένα συνονθύλευμα πολιτικών απόψεων απλά για να φύγει η τρέχουσα κυβέρνηση. Αντίθετα χρειάζεται σοβαρή αντιπολίτευση με στιβαρό, συγκροτημένο, καθαρό πολιτικό λόγο, με σύνθεση και όχι αποκλεισμούς, η οποία θα εκφράζει και θα δίνει λόγο στην κοινωνία (δήμοι, Κοινωνία των Πολιτών, Επιμελητήρια, Πανεπιστήμια), θα προωθεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, θα στοχεύει στην ανάπτυξη και την σταθερότητα. 

Στο πολιτικό αυτό περιβάλλον, το ΠΑΣΟΚ έχει μοναδική ευκαιρία να καταστεί ο βασικός κορμός της αντιπολίτευσης, να επανέλθει ως ο κύριος προοδευτικός πόλος. Χωρίς σκιές για συνεργασίες με άλλα κόμματα, απλά για την επίτευξη ενός όχι δεδομένου αριθμητικού αθροίσματος.

Προκειμένου να καταστεί πλειοψηφικό, αποδεσμευμένο από μία αντιπολίτευση περιχαρακωμένη μικρομματικά, το ΠΑΣΟΚ οφείλει να εμπνεύσει ευρύτερα κοινωνικά μέτωπα. Με σύνθεση και κάνοντας κάλεσμα σε υγιείς πολιτικές προσωπικότητες και παραγωγικές ομάδες του όμορου χώρου. Όχι μόνο προς τα κεντροαριστερά, αλλά και τους απογοητευμένους από την κυβέρνηση κεντρώους. 

Με στιβαρή, ενωτική και συνθετική πολιτική ηγεσία, πέρα από κομματικές νομενκλατούρες που θυμίζουν την ΕΣΣΔ του '80. Πολιτική ηγεσία, η οποία,  όταν κληθεί να κυβερνήσει, θα διαθέτει την εμπιστοσύνη των παραγωγικών τάξεων, θα προσφέρει εχέγγυα ότι μπορεί να χειριστεί τις σύγχρονες προκλήσεις και θα εγγυάται την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτικοοικονομική σταθερότητα. 

Μία τέτοια αντιπολίτευση η οποία θα προσφέρει μία σύγχρονη κυβερνητική εναλλακτική και θα   αποτελέσει το αναγκαίο θεσμικό αντίβαρο στην κυβέρνηση. Η ύπαρξή της είναι κρίσιμη προκειμένου να ξεφύγει η χώρα από την κρίση εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς, κυρίως τους πολιτικούς, και να επανέλθει το πολιτικό σύστημα σε ένα πλαίσιο εποικοδομητικού διαλόγου, με σαφή μεταρρυθμιστική πνοή, κατεύθυνση και ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα.