Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Ποιος είναι εκείνος που δεν ξέρει την πιο γνωστή ιστορία αγάπης; Αυτή που γεννήθηκε μέσα από την πένα του σπουδαίου Άγγλου συγγραφέα της Ελισαβετιανής εποχής, Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ένα κείμενο που έχει παρασταθεί, έχει διασκευαστεί, έχει εμπνεύσει ακόμα και τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, φέτος παρουσιάζεται στην κεντρική σκηνή του Εθνικού θεάτρου σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά.
Η βία και το μίσος παλεύουν με τον έρωτα και την αγάπη επί σκηνής. Με μια πρώτη ματιά ο σκηνοθέτης επιλέγει να φωτίσει και τις δυο όψεις του Σαιξπηρικού κειμένου. Τα δυο επίπεδα που στήνονται (το πάνω μέρος του σπιτιού των Καπουλέτων και το κάτω μέρος, το εσωτερικό τού ίδιου σπιτιού) γίνονται στρατόπεδα που λαμβάνουν χώρα τόσο η τρυφερότητα, όσο και η κυνικότητα, αντίστοιχα. Οι δυο κόσμοι που δημιουργούνται σε μια παράσταση δυο ωρών και κάτι, συγκρούονται συνεχώς κι αδιάκοπα, χωρίς να παραδίνεται κανένας άνευ όρων. Ωστόσο ο Δημήτρης Καραντζάς, είτε ηθελημένα, είτε άθελά του, δείχνει να έχει μια κλίση στην προβολή της βίαιης φύσης του ανθρώπου. Πόσο μπορεί όμως κάποιος να το επιτύχει αυτό, όσο καλός σκηνοθέτης αν είναι, όταν το κείμενο ξεχειλίζει από τον ποιητικό ερωτικό λόγο του Άγγλου συγγραφέα;
Οι δυο φωνές, αυτή από την Ηρώ Μπέζου ως Ιουλιέτα και του Έκτορα Λιάτσου ως Ρωμαίο, αντιστέκονται σθεναρά και με υποκριτική μαεστρία, στις χωρίς λόγο έντονες στιγμές των συμπρωταγωνιστών τους. Μια επαναλαμβανόμενη κινησιολογική επίδειξη του θιάσου, που σκοπό, μάλλον έχει και την εξάντλησή του αλλά και την αποδιοργάνωσή μας, έρχεται σε αντίστιξη με την απόλυτη ηρεμία και ρυθμική αρτιότητα του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη ως πατέρα Λαυρέντιου. Ενώ, η υποκριτική ικανότητα του Γιάννη Νταλιάνη ως Καπουλέτος, ευθυγραμμίζεται με αυτή του Μάνου Πετράκη ως Πάρις δημιουργώντας μας για τους ρόλους, συναισθήματα αντιπάθειας και συμπάθειας αντίστοιχα. Κι όλα αυτά ολοκληρώνονται με τις ιδιαίτερες υποκριτικές προτάσεις, των βασικών γυναικείων ρόλων, της Νένας από τη Ρένη Πιττακή, της Άννας Καλαϊτζίδου ως κυρία Καπουλέτου και της Ρίτας Λυτού ως κυρία Μονταίγου.
Δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παράσταση φλυαρεί καθυστερώντας τη βασική πλοκή και την εξέλιξη της ιστορίας. Ωστόσο, χωρίς δυσκολία μάς γίνεται αντιληπτό ότι η παράσταση φλυαρεί ως προς τις θεματικές που απασχολούν τον Δημήτρη Καραντζά. Ενδοοικογενειακή βία, ομοφυλοφιλικές διαθέσεις μεταξύ κάποιων νεαρών, ακόμα και του ερωτευμένου Ρωμαίου, έστω κι αν γίνεται με καλυμμένο τρόπο, να φανεί αλλά και να μην φανεί, έρχονται σε σύγκρουση με την απλότητα και τη συγκεκριμένη στοχοθεσία του βασικού κειμένου. Ο έρωτας ανάμεσα σε δυο άγουρα φρούτα, που δαγκώνονται από την αντιπαλότητα των ενηλίκων και στο τέλος χάνουν.
Εντέλει η επίγευση που σου αφήνει η παράσταση δεν είναι άσχημη. Οι ηθοποιοί είναι καλοκουρδισμένοι σε μια χωρίς αμφιβολία απαιτητική σκηνοθετική πρόταση αλλά και στην κινησιολογία του Τάσου Καραχάλιου. Ο λόγος τους δυνατός και πως να μην είναι άλλωστε, όταν έχεις μια τόσο καλή μετάφραση του Διονύση Καψάλη. Η αισθητική της παράστασης υψηλή, κάτι που οφείλεται και στη Μαρία Πανουργιά υπεύθυνη για τα σκηνικά και στην Ιωάννα Τσάμη για τα κουστούμια. Ο φωτισμός του Δημήτρη Κασιμάτη μελετημένος στην λεπτομέρεια, παίζει άλλοτε με κατάλληλες φωτοσκιάσεις και άλλοτε με δυνατές φωτιστικές στιγμές, ενώ η μουσική του Γιώργου Πούλιου σε καθηλώνει.