Συνυπάρχω ή σχετίζομαι;
Συνυπάρχω < σύν + ὑπάρχω = η ταυτόχρονη ύπαρξη, η συμβίωση
Σχετίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος σχετίζω = συνδέομαι λογικά ή αιτιολογικά με κάτι, έχω σχέση
Αν οι άνθρωποι συνυπάρχουν δεν σημαίνει απαραίτητα κι ότι σχετίζονται. Αν σχετίζονται σημαίνει ότι δεν τους έφτανε απλά να συνυπάρχουν. Με τι όρους όμως σχετίζονται; Ουσιαστικά; Λειτουργικά; Κακοποιητικά; Συναισθηματικά; Υποχρεωτικά; Τι συμφέρει τελικά, να συνυπάρχουμε ή να σχετιζόμαστε; Κι αν επιλέξουμε το κάθ' ένα απ' τα δύο, με τι όρους το επιλέγουμε; Τι σκοπό έχει η κάθε επιλογή;
Το να συνυπάρχουν οι άνθρωποι δεν απαιτεί πολλή προσπάθεια. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το να σχετίζονται, που ακόμα κι αν γραμματικά τοποθετείται στην παθητική φωνή, συναισθηματικά και υπαρξιακά, χρειάζεται ενεργητικότητα. Χρειάζεται ν’ αξιοποιούν το δυναμικό τους και καθώς σχετίζονται να επιτρέπουν στον συνομιλητή να τους παρασύρει στον δικό του κόσμο. Να μην είναι μόνο μάχη για το ποιος θα επικρατήσει αλλά ένα υγιές μοίρασμα απόψεων, σκέψεων και συναισθημάτων.
Ένα ζευγάρι που δεν επικοινωνεί τα θέλω και τις σκέψεις του κινδυνεύει να αποξενωθεί συναισθηματικά και να συνυπάρχει χωρίς να σχετίζεται. Ένας άνθρωπος που δέχεται την υποτίμηση από τους γονείς του, μαθαίνει ασυνείδητα να μην σχετίζεται μιας και καταγράφει
ότι το να σχετίζεσαι πονάει. Από την άλλη, αν επιλέξει ανεπεξέργαστα να σχετιστεί, θα είναι με όρους υποτίμησης, μιας κι αυτό έμαθε, αυτό του είναι οικείο. Θα την ανέχεται και θα την εκφράζει πίσω, σαν να είναι ο «φυσιολογικός» τρόπος επικοινωνίας. Αυτό με τη σειρά του θα οδηγεί στην αποξένωση και στην απομάκρυνση και θα καταλήγει μοιραία να συνυπάρχει χωρίς να σχετίζεται, επειδή ο τρόπος που σχετίζεται φέρνει αυτά τα αποτελέσματα.
Ένα παιδί που ζητάει από τους γονείς του να σχετιστεί μαζί τους μέσω του παιχνιδιού και οι γονείς βάζουν προτεραιότητα τις δουλειές του σπιτιού, τη δουλειά τους και τις υποχρεώσεις, μαθαίνει, όχι απλά να μην ζητάει να σχετιστεί, αλλά, ότι το να σχετίζεται οδηγεί σε απόρριψη. Έτσι μεγαλώνοντας, είτε ζητάει κι αρκείται στα λίγα, με την προϋπόθεση οτι δε θα δεχτεί την απόρριψη, είτε δε ζητάει και αποδέχεται το γεγονός ότι απλά θα συνυπάρχει χωρίς να ζητάει αυτά που αξίζει. Άρα, θα συμβιβάζεται με όσα έχει. Αυτό θα φέρνει την συναισθηματική αποξένωση και το παιδί, ως ενήλικας πια, θα συνυπάρχει, ανυποψίαστος για τη ικανότητα που κρύβει μέσα του να σχετιστεί με τους άλλους ουσιαστικά και ποιοτικά.
Όταν οι άνθρωποι γνωρίζουν την ιστορία τους, καταλαβαίνουν κι αξιοποιούν τις δυσκολίες τους με στόχο να τις υπερβούν. Δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να συνυπάρχει απλά ή να σχετίζεται με τρόπο που δε συμφέρει και δεν προχωράει, γιατί αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει τρόπος και πέραν αυτού. Έτσι παράγουν νέους τρόπους επικοινωνίας που εμπεριέχουν την έκφραση των σκέψεων και των συναισθημάτων τους, χωρίς να υποτιμάται η σκέψη και το συναίσθημα του συντρόφου, φίλου, γονέα, παιδιού, συναδέλφου κλπ. Δίνεται αξία στην επικοινωνία κι όχι απλά στο ποιος θα υπερέχει. Δίνεται αξία στην σχέση κι όχι απλά στο ποιανού η άποψη θα αποδειχθεί η "σωστή". Δίνεται αξία στην ενεργητική ακρόαση και στην κατανόηση της θέση του άλλου κι όχι απλά στην υποτίμηση της άποψής του με σκοπό την προσωπική ικανοποίηση του ενός έναντι του άλλου. Δίνεται αξία στο σχετίζεσθαι και όχι απλά στο συνυπάρχειν.
<<Εσύ σχετίζεσαι ή συνυπάρχεις;>>