Κίεβο- Λευκωσία, μέσω Αθήνας και Άγκυρας
Ο Όθων Καίσαρης Πολιτικός Επιστήμονας, Διεθνολόγος και αναγνώστης του City Status, μας έστειλε με αφορμή την σημερινή επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, ένα άρθρο του, στο οποίο επιχειρεί να προσεγγίσει το Κυπριακό ζήτημα, σε σχέση και με το σημερινό Ουκρανικό.
Σήμερα συμπληρώνονται 147 ημέρες από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με αφορμή την εκδήλωση ενδιαφέροντος της δεύτερης να ενταχθεί στην Βορειοατλαντική Συμμαχία. Κύρια όμως αιτία παραμένει η επιθυμία της Ρωσίας για διεθνή αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικό έδαφος- η παρούσα επίσημη διεθνής της υπόσταση είναι “occupied territory”- και η προσάρτηση στην Ρωσία των Ντόνετσκ και Λουγκάνσκ, όπου κατοικούν Ρωσικοί πληθυσμοί. Η Ρωσία, με πρόσχημα την προστασία και απελευθέρωση των “ομοεθνών Ρώσων”, έχει προβεί σε επεκτατικό πόλεμο, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και προηγούμενων συνθηκών με την Ουκρανία (Συμφωνίες του Μινσκ).
Η διεθνής αντίδραση ήταν άμεση και αφορούσε την επιβολή αυστηρών κυρώσεων. Οι κυρώσεις περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση συναλλαγών με την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, τον αποκλεισμό των ρωσικών τραπεζών από το σύστημα διατραπεζικών συναλλαγών SWIFT, το κλείσιμο των εναέριων χώρων και το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων Ρώσων πολιτικών και δισεκατομμυριούχων. Παράλληλα, η πλειοψηφία των κρατών- μελών της ΕΕ παρέχει ανθρωπιστική βοήθεια και στρατιωτικό εξοπλισμό, συμβάλλοντας έτσι στην προστασία των πολιτών και την άμυνα της Ουκρανίας. Η επιλογή να μην σταλούν στρατεύματα είναι η ορθή, επειδή θα σήμαινε την γενίκευση του πολέμου με δυσοίωνες συνέπειες.
Την ίδια στιγμή ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, με δύο, μη δεσμευτικά, ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης, αξιώνει από τη Ρωσία τον άμεσο τερματισμό του πολέμου με την απόσυρση των δυνάμεών της από την χώρα, ενώ ζητείται η πρόσβαση βοήθειας και η προστασία των αμάχων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Παρ'όλη την συντριπτική πλειοψηφία με την οποία εγκρίθηκαν τα δύο Ψηφίσματα- με μόνο περίπου 35 από τα 193 μέλη κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, να απέχουν από την ψηφοφορία- ο ΟΗΕ δεν διαθέτει τα απαραίτητα μέσα για την εφαρμογή τους.
Από τις πρώτες ημέρες της εισβολής, η Ελληνική κυβέρνηση δικαίως τάχθηκε στο πλευρό της Ουκρανίας, με την παροχή όχι μόνο ανθρωπιστικής βοήθειας, ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού, υγειονομικού υλικού αλλά και οπλικού εξοπλισμού, συνολικής αξίας 260 εκατ. δολαρίων. Πέρα από το άριστο επίπεδο των διμερών οικονομικών (δραστηριοποίηση 45 επιχειρήσεων ελληνικών συμφερόντων στην χώρα, ελληνικές εξαγωγές ύψους 338,6 εκατ. €) και μορφωτικών (σε πέντε πόλεις λειτουργούν Έδρες και Τμήματα νεοελληνικής γλώσσας) σχέσεων, αλλά και την παρουσία περισσότερων από 90.000 Ελλήνων ομογενών στην χώρα, ο πόλεμος στην Ουκρανία ενέχει άλλη μία κρισιμότητα για την Ελλάδα: την σύνδεση με το Κυπριακό.
Σαν σήμερα, το 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, προφασιζόμενη το Άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων, το οποίο προβλέπει ότι “σε περίπτωση παραβίασης των όρων της Συνθήκης αυτής, οι τρεις εγγυήτριες δυνάµεις έχουν το δικαίωµα να πάρουν µέτρα µε µοναδικό σκοπό να επαναφέρουν την κατάσταση που δηµιουργήθηκε µε την παρούσα Συνθήκη”. Το υποκινούμενο από την δικτατορία πραξικόπημα του Σαμψών και η ανατροπή του Μακάριου αποτέλεσαν το τέλειο άλλοθι για τον Αττίλα Ι και ΙΙ, με πρόσχημα την προστασία του τουρκοκυπριακού πληθυσμού, και την κατοχή του 37% του εδάφους.
Το νησί παραμένει de facto διχοτομημένο από το 1974, με την διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία να ασκεί έλεγχο μόνο στο νότιο τμήμα του νησιού, παρότι από νομική άποψη εξακολουθεί να εκπροσωπεί το σύνολό της. Παρότι η Τουρκία έχει καταγγελθεί για την έλλειψη πολιτικής βούλησης για μία κοινά αποδεκτή λύση στο πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, περισσότεροι από 40.000 Τούρκοι έποικοι παραμένουν στο νησί με δικαιώματα πολιτών, με την χώρα να ενθαρρύνει την περαιτέρω εγκατάσταση περισσότερων εποίκων ώστε να αυξήσει τα πληθυσμιακά ερείσματά της.
Ο ΟΗΕ έχει εκδόσει μια σειρά από Ψηφίσματα, κοινή βάση των οποίων είναι η επαναβεβαίωση βασικών αρχών επίλυσης του Κυπριακού, όπως η θέση για ένα Κυπριακό κράτος με μία κυριαρχία και μία διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια, η απόσυρση των Τουρκικών στρατευμάτων, ο παράνομος εποικισμός, κ.α. Ψηφισμάτων όμως, όπως και στην περίπτωση της Ρωσίας, για τα οποία ο ΟΗΕ δεν διαθέτει τα απαραίτητα μέσα πίεσης της Τουρκίας για την εφαρμογή τους.
Δυστυχώς η διεθνής πολιτική δεν βασίζεται στο διεθνές δίκαιο, αλλά είναι απόρροια της διεθνούς ισχύος, των γεωστρατηγικών σκοπιμοτήτων και των οικονομικών συμφερόντων. Παράγοντες όπως οι διακρατικές συμμαχίες, τα εθνικά συμφέροντα και η δημιουργία δεδικασμένων καθορίζουν όχι μόνο την εξωτερική πολιτική σε εθνικό επίπεδο, αλλά προλαμβάνουν και τις αποφάσεις των διεθνών οργανισμών.
Η φήμη για αναγνώριση της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου από την Ρωσία, σε αντιστάθμισμα του κουρέματος των καταθέσεων στην Κύπρο το 2013 που έπληξε τα Ρωσικά κεφάλαια και της απόφασης της Τουρκίας να μην προβεί σε επιβολή κυρώσεων προς την Ρωσία και να μην απαγορεύσει τη ναυσιπλοΐα Ρωσικών πολεμικών πλοίων στα Δαρδανέλια, αποτελεί παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας, δημιουργώντας μία δυσμενή συνθήκη για την διαχείριση του Κυπριακού. Αμοιβαία αναγνώριση του Ρωσικού χαρακτήρα της Κριμαίας και της ΤΔΒΚ αποτελεί μία κρίσιμη στρατηγική εξέλιξη εις βάρος της διατήρησης του ενιαίου χαρακτήρα της Κυπριακής Δημοκρατίας, έστω και σε επίπεδο συνομοσπονδίας.
Εθνική μας προτεραιότητα πρέπει να αποτελεί η διεθνής καταδίκη της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία και η διατήρηση του γεωπολιτικού status quo στην περιοχή. Εφόσον η τελική συμφωνία κατάπαυσης του πυρός περιλαμβάνει αναθεώρηση των Ουκρανικών συνόρων ή περιορισμό της δυνατότητας της χώρας να ασκήσει ανεξάρτητη εθνική πολιτική, δημιουργείται διεθνές δεδικασμένο στο οποίο δύναται να στηριχθεί η Τουρκική πολιτική. Οποιοσδήποτε αναθεωρητισμός παρέχει την δυνατότητα στην Τουρκία να μπλοκάρει οποιονδήποτε συμβιβασμό στην Κύπρο, επιδιώκοντας την πλήρη διχοτόμηση του νησιού, ενώ παράλληλα ανοίγει την Κερκόπορτα για δυνητική άσκηση ανάλογων τακτικών στην Δυτική Θράκη για την “προστασία” των μουσουλμανικών πληθυσμών.