Westminster - Παλιά Ανάκτορα: Σημειώσατε 1

Westminster - Παλιά Ανάκτορα: Σημειώσατε 1

Ο Όθων Καίσαρης Πολιτικός Επιστήμονας,  Διεθνολόγος και αναγνώστης του City Status, μας έστειλε με αφορμή την παραίτηση του Βρετανού Πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, ένα άρθρο του, στο οποίο αναλύεται η λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και σε σύγκριση με την Ελλάδα.

 

Η πρόσφατη παραίτηση - καθαίρεση του Μπόρις Τζόνσον από τη θέση του πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου αποδεικνύει ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία λειτουργεί στη χώρα όχι μόνο τύποις, αλλά και ουσία. 

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και στην Ελλάδα, ο ρόλος του Πρωθυπουργού είναι ο πλέον  καθοριστικός για τη χάραξη και την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής, δεδομένου και του περιορισμένου ρόλου του  θρόνου σε καθαρά εθιμοτυπικά καθήκοντα. Ο πρόεδρος του κόμματος που πλειοψηφεί στις εθνικές εκλογές λαμβάνει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Τόσο σε περίπτωση αυτοδυναμίας ενός κόμματος, όσο και κυβερνήσεων συνασπισμού (“hung parliament”), αυτό θεωρείται αυτοδίκαιη επιλογή. 

Παράλληλα, αποτελεί πάγια αντίληψη ότι στις εθνικές εκλογές δεν υπερψηφίζεται μόνο ο ηγέτης ενός κόμματος ως ένοικος του "Number 10" (επίσημη πρωθυπουργική κατοικία). Ο ρόλος του κοινοβουλίου και των βουλευτών παραμένει σημαντικός, ως “check and balances” στον ρόλο της κυβέρνησης. 

Οι υπουργοί είθισται, πέρα από την έγγραφη παραίτηση προς τον Πρωθυπουργό, να απευθύνονται στο κοινοβούλιο για την εξήγηση των λόγων παραίτησής τους. Παράλληλα, ο ρόλος των βουλευτών θεωρείται αναβαθμισμένος λόγω του εκλογικού συστήματος των μονοεδρικών περιφερειών, που τους καθιστά ατομικά υπόλογους προς στους ψηφοφόρους τους όσον αφορά την κοινοβουλευτική τους παρουσία και έργο. 

Στο πλαίσιο αυτό, τα εκάστοτε κυβερνώντα κόμματα διαθέτουν επιτροπές που καθορίζουν τους εσωκομματικούς κανονισμούς, διασφαλίζοντας τον προαναφερθέντα ρόλο των  βουλευτών. Συγκεκριμένα, το Συντηρητικό Κόμμα διαθέτει την «Επιτροπή 1922», η οποία λειτουργεί ανεξάρτητα από κάθε κομματική ηγεσία, καθορίζει τους εσωκομματικούς κανονισμούς σε κοινοβουλευτικό επίπεδο και παρέχει τη δυνατότητα στους βουλευτές που δεν κατέχουν κυβερνητικό ή κοινοβουλευτικό αξίωμα να συντονίσουν και να συζητήσουν τις απόψεις τους. Η «Επιτροπή 1922» καθορίζει, επίσης, τους κανόνες και επιβλέπει τη διαδικασία εκλογής της ηγεσίας, ενώ σε αυτήν απευθύνονται οι βουλευτές που επιθυμούν να θέσουν θέμα ηγεσίας, χωρίς τα ονόματά τους να δημοσιεύονται. 

Ο ρόλος της Επιτροπής ήταν καθοριστικός και οι διαδικασίες τηρήθηκαν χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις, τόσο κατά τη διαδικασία αμφισβήτησης της ίδιας της Σιδηράς Κυρίας (Μάργκαρετ Θάτσερ)  το 1990, αλλά και κατά τη διαδικασία αμφισβήτησης και ανατροπής της Τερέζα Μέι, το 2019. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος ανέτρεψαν τις εκλεγμένες πρωθυπουργούς, εκλέγοντας νέους ηγέτες και πρωθυπουργούς (Τζον Μέιτζορ και Μπόρις Τζόνσον, αντίστοιχα). 

Το βρετανικό πολιτικό σύστημα διασφαλίζει τον αναβαθμισμένο ρόλο των βουλευτών, όχι μόνο όσον αφορά τα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα·  εξασφαλίζει, ταυτόχρονα, τον ρόλο τους ως εγγυητές της εντολής διακυβέρνησης που δίνεται στον επικεφαλής, την οποία μπορούν να άρουν αν θεωρήσουν ότι αυτός παρεκτρέπεται. Ο πρωθυπουργός δεν διαθέτει ούτε καν το δικαίωμα προσφυγής σε πρόωρες εκλογές· η Βουλή είναι αυτή που αποφασίζει με ενισχυμένη πλειοψηφία. 

Δυστυχώς, η σύγκριση με τα καθ’ ημάς δεν μας ευνοεί. Ένα σημαντικό κοινό στοιχείο μεταξύ των δύο χωρών αφορά στην κυβερνησιμότητα, μέσω του σχηματισμού αυτοδύναμων κυβερνήσεων. Από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα (1974), υπήρξαν μόνο δύο κυβερνήσεις συνεργασίας με προγραμματικό πρόσημο: η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (2012- 2015) και οι διαδοχικές κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. (Οι κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα εξαιρούνται ως ειδικού σκοπού.) Tην αντίστοιχη περίοδο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μόνη κυβέρνηση συνεργασίας που υπήρξε, ήταν αυτή Συντηρητικών-Φιλελευθέρων Δημοκρατών, την περίοδο 2010- 2015, με δύο περιπτώσεις κυβερνήσεων μειοψηφίας (1974, 2016). 

Στη χώρα μας, ο εκλεγμένος, αυτοδύναμος πρωθυπουργός παραμένει επίσης παντοδύναμος.  Δεδομένων του προεδρευόμενου χαρακτήρα του πολιτεύματος και της υπαγωγής της δημόσιας διοίκησης στην εκάστοτε κυβέρνηση, είναι αυτός που, πέρα από τη χάραξη και υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής, εκφράζει κάθε πτυχή του κράτους, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από την Βουλή. 

Στην Ελλάδα όμως, οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες των κυβερνώντων πολιτικών κομμάτων εξακολουθούν να έχουν τους πρωθυπουργούς και την κυβέρνηση στο απυρόβλητο, χωρίς να ασκείται ουσιαστικός κοινοβουλευτικός έλεγχος επί των προγραμματικών θέσεων της κυβέρνησης. Ο ρόλος των βουλευτών παραμένει περιορισμένος στην έγκριση των κυβερνητικών νομοσχεδίων, ενίοτε υπό την μορφή του κατεπείγοντος. 

Οποιαδήποτε δημόσια κριτική του κυβερνητικού έργου, ακόμη και σε απλά νομοσχέδια, θεωρείται μομφή και αντιμετωπίζεται με υποδείξεις συμμόρφωσης. Αρμόδιες Επιτροπές Δεοντολογίας τύποις μόνο λειτουργούν, αφού οι αποφάσεις λαμβάνονται καθ’ υπόδειξη του Μεγάρου Μαξίμου. Εναλλακτική πολιτική πρόταση ή πρωτοβουλία νομοθετικού περιεχομένου θεωρείται κατακριτέα και ex officio απέναντι στην κυβερνητική πολιτική.  Τυχόν ζήτημα εμπιστοσύνης προς τον εν ενεργεία πρωθυπουργό, επειδή θεωρείται ότι έχει παρεκκλίνει των αρχών και των προγραμματικών δηλώσεων του κόμματος, δεν τίθεται. 

Μεταπολιτευτικά, η μόνη περίπτωση «ανατροπής» αυτοδύναμου πρωθυπουργού από την ίδια την Κοινοβουλευτική του Ομάδα ήταν αυτή του Γιώργου Παπανδρέου, το 2011. Έχοντας κερδίσει τις εκλογές του 2009 με 44% -10% διαφορά από την ΝΔ- κι έχοντας εκλέξει 160 βουλευτές, ο Παπανδρέου είχε πετύχει μία σαφή νίκη και θεωρούνταν αδιαμφισβήτητος. Όμως η κρίση χρέους, η ένταξη στο μνημόνιο και τα οικονομικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση προκάλεσαν αντιδράσεις στο κόμμα. Αντιδράσεις, οι οποίες εκδηλώθηκαν κυρίως μέσω μεμονωμένων ανεξαρτητοποιήσεων βουλευτών και καταψήφισης νομοσχεδίων. Ο Γιώργος Παπανδρέου αναγκάστηκε σε παραίτηση, κυρίως λόγω του σάλου ότι δεν ελέγχει το κόμμα του, όχι λόγω κάποιας συντονισμένης και θεσμικής αντίδρασης βουλευτών και πρωτοβουλίας για αλλαγή της ασκούμενης πολιτικής.  

Η διάκριση των εξουσιών και η αποτελεσματική λειτουργία της κυβέρνησης προϋποθέτουν τουλάχιστον τα ακόλουθα: Κόμματα αρχών με δημοκρατικές δομές και αναβάθμιση του ρόλου των βουλευτών όχι μόνο στην παρακολούθηση αλλά και την διαμόρφωση του κυβερνητικού έργου με θεσμική διασφάλιση των νομοθετικών καθηκόντων τους, πέρα από κομματικές πειθαρχίες.

Μόνο όταν τα ελληνικά πολιτικά κόμματα αποκτήσουν την πολιτική ωριμότητα της δημοκρατικής διαχείρισης των διαφωνιών εντός των κόλπων τους, θα εμπεδωθεί η πραγματική κοινοβουλευτική δημοκρατία.