Ομιλία του Παύλου Χρηστίδη, βουλευτή ΠΑΣΟΚ - Κινήματος Αλλαγής στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης
«Η Δικαιοσύνη είναι ένας από τους τρεις κύριους πυλώνες της Δημοκρατίας. Δεν είναι η ώρα να συζητήσουμε για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, για τον βαθμό δυνητικής έστω επιρροής από την εκτελεστική εξουσία, για τον συντονισμό ίσως εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας σε μια σειρά ζητημάτων τα τελευταία χρόνια.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται σήμερα ότι φέρνει ένα νομοσχέδιο για τον εξορθολογισμό και την επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης είναι πράγματι ένα μεγάλο πρόβλημα το οποίο όμως δεν είναι γενικό αλλά εντοπίζεται γεωγραφικά κυρίως στην Αττική και σε κάποια μεγάλα ακόμα αστικά κέντρα όπου συσσωρεύεται μεγάλος αριθμός υποθέσεων χωρίς να υπάρχει ο αναγκαίος αριθμός δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων. Επιλύει αυτό το πρόβλημα η κυβέρνηση; Όχι. Εξακολουθεί να υπόσχεται, όπως κάνει εδώ και πέντε χρόνια ως κυβέρνηση, ότι θα αυξηθούν οι υπάλληλοι και οι δικαστές, θα προχωρήσει η ψηφιοποίηση, θα γίνει επιμόρφωση των νέων δικαστών (μέχρι σήμερα ειρηνοδικών), η υλικοτεχνική υποδομή.
Εξαγγελίες που μάλλον αυτή τη φορά απευθύνονται εκτός Ελλάδας, ως μια εκπλήρωση προαπαιτούμενων για το Ταμείο Ανάκαμψης, ή τις προτροπές της Παγκόσμιας Τράπεζας, ή αν θέλετε των οίκων αξιολόγησης που βλέπουν ως εμπόδιο στις επενδύσεις τους ρυθμούς εκδίκασης υποθέσεων από τα δικαστήρια.
Ένα νομοσχέδιο που έρχεται χωρίς την αναγκαία νομοπαρασκευαστική επιτροπή, χωρίς την αναγκαία διαβούλευση με τους άμεσα ενδιαφερόμενους δικαστές και δικηγόρους, οι οποίοι πρακτικά ενημερώθηκαν για το περιεχόμενο του νομοσχεδίου και δεν διαλέχθηκαν ούτε για τις διατάξεις που τους αφορούν, οι οποίοι έφτασαν να μιλούν και όχι άδικα για τους δικαστές ως περιφερόμενο θίασο, λόγω των προβλέψεων αυτού του νομοσχεδίου. Αναφέρομαι βέβαια στα όσα υποστήριξε στην Επιτροπή της Βουλής η κυρία Μαργαρίτα Στενιώτη, Πρόεδρος Εφετών και Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, και όχι μόνο, καταθέτοντας παράλληλα μια σειρά τεκμηριωμένων προτάσεων για το πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί ο στόχος της επιτάχυνσης αλλά και τα πολλά προβλήματα που θα δυσχεράνουν τελικά την απονομή δικαιοσύνης αντί να την επιταχύνουν. Όπως φυσικά ανέδειξε και η συντριπτική πλειοψηφία των δικηγόρων με το δημοψήφισμά τους καθώς και όσα εξέθεσαν στις επιτροπές ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και πρόεδροι από όλη τη χώρα.
Από την άλλη, η κυβέρνηση έχει πετύχει να φέρει σε μια ιδιότυπη σύγκρουση τις τοπικές κοινωνίες, ιδίως όσες διαπιστώνουν την απώλεια υφιστάμενων δομών χωρίς μάλιστα να υπάρχουν ενιαίοι κανόνες εφαρμογής που να δικαιολογούν έστω τις όποιες επιλογές. Οι παρατηρήσεις για παράδειγμα του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αιγίου, Γιώργου Μπέσκου, είναι ενδεικτικές της διαφαινόμενης προχειρότητας και βιασύνης σύνταξης του νέου δικαστικού χάρτη. Είδαμε επίσης εκπροσώπους Δήμων να ανταγωνίζονται με όμορους Δήμους για τα πλεονεκτήματα της μίας ή της άλλης πολιτικής και όχι αντικειμενικής επιλογής, διαπιστώνοντας μια αχρείαστη αντιπαλότητα περιοχών που θα έπρεπε να λειτουργούν από κοινού για την οικονομική και κοινωνική τους ανασυγκρότηση να συγκρούονται.
Κοινή είναι επίσης η διαπίστωση ότι η αναδιάρθρωση των δικαστικών υπηρεσιών στην Αττική για την οποία κυρίως συντάχθηκε και αυτό το νομοσχέδιο, ότι δεν επιλύει κανένα πρόβλημα αλλά αντίθετα θα πολλαπλασιάσει τις αντικειμενικές καθυστερήσεις, καθώς οι δικηγόροι δεν είναι δυνατόν να βρίσκονται ταυτόχρονα σε 8 διαφορετικά σημεία και θα ζητούν αναβολή. Τουλάχιστον μέχρι να επιτευχθεί τελικά ο πραγματικός στόχος της ΝΔ να σταματήσουν δηλαδή να λειτουργούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες οι δικηγόροι και να εργάζονται ως μισθωτοί σε μεγάλες δικηγορικές εταιρίες.
Πέρα όμως από την πρόκληση βίαιης αναδιάρθρωσης του κλάδου των δικηγόρων που αν μη τι άλλο αποτελεί και διακηρυγμένο πολιτικό στόχο της κυβέρνησης, υπάρχει και μια άλλη διάσταση στη μίζερη πολιτική της ΝΔ. Δεν αναφέρομαι μόνο στον τομέα της δικαιοσύνης αλλά θα αξιοποιήσω το σημερινό νομοσχέδιο ως επιχείρημα.
Η πολιτική της ΝΔ μετατρέπει την ελληνική περιφέρεια σε έρημο χώρα, σε σταδιακά ακατοίκητη χώρα. Δεν μιλάμε βέβαια για κλιματική κρίση αλλά για τις πραγματικές συνέπειες της συγκέντρωσης όλο και περισσότερων δραστηριοτήτων σε όλο και λιγότερες σε όλο και μεγαλύτερες πόλεις. Διότι η συγκέντρωση των δραστηριοτήτων στην πρωτεύουσα της εκάστοτε περιφερειακής ενότητας, θα επιφέρει μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού σε αυτήν και απώλεια πληθυσμού στις υπόλοιπες δημοτικές ενότητες. Θα ακολουθήσουν και άλλες πρωτοβουλίες με την επίκληση του περιορισμού του κόστους και τη συγκέντρωση υπηρεσιών στην εκάστοτε έδρα της Περιφέρειας. Η ίδια λογική εντοπίζεται και στις δήθεν μεταρρυθμίσεις της παιδείας, της υγείας, κάθε πτυχής του κράτους, η συγκέντρωση δηλαδή των υπηρεσιών αντί της αποκέντρωσης που θα ήταν μια ορθολογική πολιτική ανάπτυξης.
Αυτό όμως ταυτόχρονα συνεπάγεται συρρίκνωση της επαρχίας, συρρίκνωση τελικά της Ελλάδας. Είναι επίσης απόδειξη ότι καμία πραγματική πολιτική αντιστροφής του δημογραφικού προβλήματος δεν πρόκειται να εφαρμοστεί από αυτή την κυβέρνηση, διότι το μοναδικό της μέλημα είναι να συγκεντρώνεται ο πληθυσμός και η οικονομική δραστηριότητα σε συγκεκριμένα σημεία. Το κόστος ζωής, η ποιότητα ζωής και οι χειρουργικές πολιτικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης προκειμένου να μην γίνεται αντιληπτό σε όλες του τις διαστάσεις το πολιτικό της πρόγραμμα καταλήγουν στη συγκέντρωση του πλούτου σε όλο και λιγότερους. Το μέλλον όμως της Ελλάδας είναι στην αποκέντρωση. Στη βελτίωση υποδομών, στην διασπορά υπηρεσιών, στη διασφάλιση ότι οι κάτοικοι στα χωριά και την ύπαιθρο δεν θα στερούνται τίποτα από όσα προσφέρει το μεγάλο αστικό κέντρο αλλά αντίθετα θα έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνταν διαχρονικά οι προοδευτικές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και ήταν μονίμως αντίθετες οι συντηρητικές κυβερνήσεις της ΝΔ. Το δυστύχημα για τη χώρα είναι ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αρχής γενομένης το 2004 που τέθηκαν οι βάσεις της χρεοκοπίας και την επιβολή των συντηρητικών πολιτικών από τα Μνημόνια, παρουσιάζονται όλες οι οπισθοδρομήσεις περίπου ως μονόδρομος. Αυτές οι πολιτικές όμως είναι που επιβάλουν ως μονόδρομο τη φτώχεια, την υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης, τη φυγή νέων στο εξωτερικό, την γήρανση και την ερημοποίηση της χώρας. Αυτές οι πολιτικές έχουν την υπογραφή του κ. Μητσοτάκη και της ΝΔ, ότι και αν λέτε ότι και να ισχυρίζονται σήμερα οι μισθοφόροι της δεξιάς που καμώνονται προς εκπροσωπούν το κέντρο ενώ εκπροσωπούν τον εαυτό τους και υλοποιούν συμβόλαια της δεξιάς.
Σε αυτές τις πολιτικές εμείς, η νέα γενιά του ΠΑΣΟΚ, οι νέες γενιές της προόδου θα αντιταχθούμε διεκδικώντας προοπτική για όλους σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χωριό, σε κάθε περιοχή που εσείς έχετε εγκαταλείψει αδιαφορώντας για τους κατοίκους της. Μην ανησυχείτε λοιπόν διότι όλα τα δεινά που προκαλείτε θα αναδειχθούν και μαζί τους θα αναδειχθούν και οι πολιτικές που εμείς προτείνουμε για την αναγέννηση της Ελλάδας ξεκινώντας από την ύπαιθρο, από την αυθεντική πηγή πλούτου της χώρας».